Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Μονή Βωσάκου

Ανάμεσα στις Σίσσες και το Μπαλί του Ρεθύμνου βρίσκονται τα Ταλαία όρη. Τα βουνά αυτά ήταν ο τόπος ανάπαυσης του Τάλω. Εδώ ήταν το σημείο που ξεκινούσε τους καθημερινούς κύκλους του-περιπολίες, γύρω από την Κρήτη, ο γίγαντας Τάλως, για να την προστατεύσει από τυχόν εισβολέα. 


 Μπροστά από τα Ταλαία όρη, παραθαλάσσια, βρίσκονταν δύο πολιτείες η Σισαία και το Αστάλι (δεν ξέρουμε που ακριβώς). Ετυμολογικά το Αστάλι συνδέεται άμεσα με τον Τάλω και θα πει ή τόπος του Τάλω ή σημείο που ο Τάλως κάθε μέρα ξεκινά ή αναπαύεται. Στα τοπωνύμια της γύρω περιοχής "βρίσκουμε" και δράση διαφόρων άλλων γιγάντων (ίσως και οι Σισαίοι να αντιπροσωπεύουν μια ξεχωριστή κατηγορία γιγάντων, όπως και οι Αλοΐδες). 
Καθ΄οδόν

 Για να πάμε στη μονή ακολουθούμε την παλαιά εθνική οδό Ηρακλείου - Ρεθύμνου με παράκαμψη βόρεια του χωριού Δοξαρό.

 Εκεί λοιπόν ανάμεσα στις βουνοκορφές φωλιάζει η παλιά μονή Βωσάκου.
 Η πύλη του μοναστηριού-κάστρου.
Οι μονές Χαλέπας, Βωσάκου και Δισκουρίου είχαν φρουριακή υποδομή και μπορούσαν να διαδραματίσουν αμυντικό ρόλο σε εχθρική επίθεση.
 Η μονή είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και πιστεύεται ότι ιδρύθηκε τον 12ο ή 14ο αιώνα. Η μονή Βωσάκου ανήκει σε μια "αλυσίδα" μοναστηριών που αναπτύχθηκαν στους πρόποδες του Ψηλορείτη: Σαββαθιανών, Κρουσώνα, Ελεούσας, Ιερουσαλήμ, Γοργολεήμονος, Αγίου Αντωνίου, Βροντησίου, Βαρσαμονέρου, Ασωμάτων και πολλές άλλες. Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες στην Ίδη δεν επέτρεπαν ίδρυση μοναστηριών σε μεγάλα ύψη.
 Μια βρύση καλλιτέχνημα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης που δεν πρόλαβε καλά-καλά να φωτίσει την Κρήτη και έσβησε από το ασιατικό τσουνάμι.
Το παλιό γκαράζ

 Οι μονές Βωσάκου και Δισκουρίου διατήρησαν τον έλεγχο μεγάλων εκτάσεων πάνω στο βουνό, ο Βώσακος έφτανε από τη θάλασσα των Σισών μέχρι τη Ζώμυνθο, αλλά και τον έλεγχο των ιερών χώρων, ο Βώσακος βρίσκονταν στον ιερό χώρο του Τάλω και η μονή Δισκουρίου τους βοσκότοπους στο Ιδαίον Άντρον και το μικρό ναό του Τιμίου Σταυρού που βρίσκεται στην ψηλότερη κορφή του Ψηλορείτη, ακριβώς από πάνω απ' το σπήλαιο που λατρευόταν ο Δίας. 









Στην επιγραφή της εισόδου του ναού αναφέρεται ότι χτίστηκε το 1195 αλλά καταστράφηκε 2 φορές. Ο σημερινός ναός είναι σύγχρονος και οικοδομήθηκε στο τέλος του 19ου αι. Το μοναστήρι έχει παραλληλόγραμμη κάτοψη με τα κτίσματα να αναπτύσσονται γύρω από κεντρική αυλή όπου υψώνεται και ο ναός. Καταστράφηκε δύο φορές από τους Τούρκους, το 1646 και το 1821, και στη δεκαετία του 1950 ερημώθηκε εντελώς. Τα τελευταία χρόνια η Μονή έχει ξεκινήσει να ξαναζωντανεύει με την παρουσία μοναχών και τις σοβαρές προσπάθειες που γίνονται για την αναστήλωση και την αποκατάστασή της.

Εκεί λοιπόν σε αυτή την πέτρινη κιβωτό, στην ερημιά του βουνού, υπάρχει ένα παραθύρι. Ίσως να το βρείτε εσείς, ίσως να βρει αυτό εσάς. Μέσα από αυτό θα δείτε τον κόσμο που ήδη ξέρετε αλλά θα είναι τελείως διαφορετικός.

Πηγές και περισσότερες πληροφορίες:
http://milopotamos.com/index.php/monastiria/vosakou
http://www.dimosmylopotamou.gr/sightseeing/sights/vosakos.html

1 σχόλιο:

kostaspmaias.petrokostas@hotmail.gr είπε...

Την δεκαετία του πενήντα, όταν το μοναστήρι ήταν ακατοίκητο, (ερημωμένο,) και εγώ αμούστακο κοπελι, μια χειμωνιάτικη βροχερή νύχτα, κοιμήθηκα ολομόναχος σ’ αυτή την ξεχασμένη – τότε - γωνιά του πλανήτη. Όλη τη νύχτα – η οποία μου φάνηκε χρόνος,- η βροχή, οι βροντές, οι αστραπές, και το κρύο, και εγώ κουλουριασμένος πάνω σε ένα σορό φασκομηλιά, και κάτω από ένα κουρελιασμένο μαύρο παλτό, έπαθα μια ακατάσχετη συχνουρία. Είναι από τις στιγμές της ζωής μου, που έχει χαραχτεί βαθειά στο μυαλό μου, και μου σημάδεψε τη ζωή. Το κελί που με φιλοξένησε ήταν του καλόγερου Γαβριήλ. Τον Γαβριήλ τον είχα γνωρίσει παλιότερα όταν είχα πάει με τον πατέρα μου, και εκείνος – όπως θυμούμαι,- μας είχε φιλοξενήσει με καλλυτσουνια. Αυτό το κελί έμελλε αργότερα, να γίνει ο εφιάλτης μου. Ένας μικρός οντάς, χωρίς πόρτα και παράθυρα, με τα νερά να τρέχουν ποτάμι μέσα και έξω, από τα σπασμένα κεραμίδια, και εμένα η καρδιά μου, να πάει να σπάσει από τον φόβο και το κρύο. Όταν ξημέρωσε, και η ημέρα με βρήκε ζωντανό, όλα με μιας τα ξέχασα. Τα βρεγμένα φύλα των αιωνόβιων πρίνων κάτω από τον χρυσαφένιο Ήλιο, και το κελάηδισμα των πουλιών έκαναν το τοπίο έναν επίγειο παράδεισο.
Και έρχεται το ερώτημα: και τι ήθελα μικρό παιδί μόνος μου τέτοιες ώρες, σ’ αυτό το έρημο, και αφιλόξενο μέρος; Απάντηση: Με έστειλε ο αφελής πατέρας μου, να ελέγξω αν οι παγίδες του είχαν πιάσει κανένα θήραμα.